- εξαόροφος
- η , ο [ος , ον ] шестиэтажный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαόροφος — η, ο (για κτήριο) αυτός που έχει έξι ορόφους, έξι πατώματα … Dictionary of Greek